τεσενίτης

τεσενίτης
ο, Ν
(πετρογρ.) χονδρόκοκκο ώς λεπτόκοκκο, μάλλον σκοτεινόχρωμο, πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που απαντά με τη μορφή εν μέρει εξαλλοιωμένων κοιτών, φλεβών και ακανόνιστων μαζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. teschenite < Teschen, περιοχή στα σύνορα Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”